- ριζαρίτης
- ο, Νμαθητής ή απόφοιτος τής Ριζαρείου Ιερατικής Σχολής τής Αθήνας.[ΕΤΥΜΟΛ. < Ριζάρ-ειος (Σχολή) + επίθημα -ίτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1881 στον Δ. Γρ. Καμπούρογλου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ριζάρειος — (σχολή), η ιερατική σχολή στην Αθήνα. Ο απόφοιτός της Ριζαρίτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)